Βοηθητικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anexo, acessório, secundário, auxiliar, auxiliares, auxiliar de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθητικός
βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βοηθητικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βοήθεια στα πορτογαλικά - ajuda, socorrer, fornecer, fonte, suprir, criado, sustentar, ...
- βοήθημα στα πορτογαλικά - zelo, socorrer, cuidado, preocupação, auxílio, auxiliar, ajuda, ...
- βοηθός στα πορτογαλικά - criado, assistente, assistir, auxílio, ajuda, capacete, socorrer, ...
- βοηθώ στα πορτογαλικά - socorrer, assessorar, socorro, assistir, assistência, preocupação, zelo, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: anexo, acessório, secundário, auxiliar, auxiliares, auxiliar de
Μεταφράσεις: anexo, acessório, secundário, auxiliar, auxiliares, auxiliar de