Γυμνός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: γυμνός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
puro, despido, desencaixado, castiço, frio, ingénuo, nu, pelado, nua, nus
Γυμνός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γυμνός

γυμνός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γυμνός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • γυμνισμός στα πορτογαλικά - nudismo, o nudismo, nudism, de nudismo, o nudism
  • γυμνοσάλιαγκας στα πορτογαλικά - lesma, lentamente, projéctil, bala, slug, espaçador, do slug
  • γυμνώνω στα πορτογαλικά - barra, estrito, faixa, tira, fita, estria, nu, ...
  • γυναίκα στα πορτογαλικά - largura, lobo, mulher, esposa, mulher de, da mulher, nova
Τυχαίες λέξεις
Γυμνός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: puro, despido, desencaixado, castiço, frio, ingénuo, nu, pelado, nua, nus