Δασκάλα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δασκάλα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
professor, mestra, ensinar, mestre, ensine, professora, professores, professor de
Δασκάλα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασκάλα

δασκάλα αγγλικών, δασκάλα δασκάλα ποιοσ σε φίλησε, δασκάλαβμ, δασκαλαβμ2, δασκάλα βμ3, δασκάλα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δασκάλα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δαπάνη στα πορτογαλικά - custo, custar, custos, consumo, despesas, despesa, gasto, ...
  • δαπανηρός στα πορτογαλικά - caro, dispendioso, dispendiosa, onerosa, oneroso
  • δασμοί στα πορτογαλικά - tarifas, holandês, dever, deveres, direitos, funções, atribuições, ...
  • δασμολόγιο στα πορτογαλικά - tarifas, tarifa, pautal, tarifário, tarifária
Τυχαίες λέξεις
Δασκάλα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: professor, mestra, ensinar, mestre, ensine, professora, professores, professor de