Δασμοί στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δασμοί, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tarifas, holandês, dever, deveres, direitos, funções, atribuições, direitos de
Δασμοί στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασμοί

δασμοί εισαγωγών από αμερική, δασμοί αυτοκινήτων, δασμοί εισαγωγής από κίνα, δασμοί αντιντάμπινγκ, δασμοί μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, δασμοί λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δασμοί στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δαπανηρός στα πορτογαλικά - caro, dispendioso, dispendiosa, onerosa, oneroso
  • δασκάλα στα πορτογαλικά - professor, mestra, ensinar, mestre, ensine, professora, professores, ...
  • δασμολόγιο στα πορτογαλικά - tarifas, tarifa, pautal, tarifário, tarifária
  • δασοκομία στα πορτογαλικά - silvicultura, florestal, florestais, florestas, da silvicultura
Τυχαίες λέξεις
Δασμοί στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tarifas, holandês, dever, deveres, direitos, funções, atribuições, direitos de