Δεσμοφύλακας στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δεσμοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carcereiro, jailer, carcereiro de, carcereira, carcereiros
Δεσμοφύλακας στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμοφύλακας

δεσμοφύλακας ο πόνος, δεσμοφύλακας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δεσμοφύλακας στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δεσμευτικός στα πορτογαλικά - obrigatório, ligação, encadernação, de ligação, vinculativo
  • δεσμεύω στα πορτογαλικά - enlaçar, ligamento, ligar, grilhões, grilheta, grilhão, fetter, ...
  • δεσμός στα πορτογαλικά - causa, adesão, negócio, coisa, ligação, caso, questão, ...
  • δεσποινίς στα πορτογαλικά - rapariga, faltar, trair, falta, falhar, moça, garota, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμοφύλακας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: carcereiro, jailer, carcereiro de, carcereira, carcereiros