Διάταγμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decrescer, decretos, diminuição, decretar, decreto, o Decreto, decreto de, de decreto
Διάταγμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάταγμα

διάταγμα παραλαβής, διάταγμα περιοριστικών μέτρων, διάταγμα καρακάλλα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα του 311, διάταγμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διάταγμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διάστημα στα πορτογαλικά - rápido, porca, graça, espaço, interrupção, perímetro, intervalo, ...
  • διάσωση στα πορτογαλικά - salvamento, salvar, acudir, poupar, rescindir, remir, resgate, ...
  • διάταξη στα πορτογαλικά - provisão, fornecimento, disposição, prestação, oferta
  • διάφορα στα πορτογαλικά - vário, diverso, variedade, diferente, diferentes, distinto
Τυχαίες λέξεις
Διάταγμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: decrescer, decretos, diminuição, decretar, decreto, o Decreto, decreto de, de decreto