Διαγωνιζόμενος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
competidor, contestante, Participante, concorrente, contestant
Διαγωνιζόμενος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαγωνιζόμενος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαγωγή στα πορτογαλικά - dirigir, comportamento, guiar, governar, conduzir, levar, conduta, ...
  • διαγωνίζομαι στα πορτογαλικά - rivalizar, competir, compita, concorrer, diagonizomai
  • διαγωνισμός στα πορτογαλικά - competidor, concorrência, certame, rival, concurso, competição, disputa, ...
  • διαδήλωση στα πορτογαλικά - demonstre, demonstrar, manifestação, demonstração, de demonstração, demonstração de, a demonstração
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: competidor, contestante, Participante, concorrente, contestant