Διακανονισμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διακανονισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arranjo, disposição, ajuste, liquidação, de liquidação, assentamento, estabelecimento, colonização
Διακανονισμός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακανονισμός

διακανονισμός τσμεδε 2014, διακανονισμός ευδαπ, διακανονισμός εφορία, διακανονισμός οαεε, διακανονισμός δεη, διακανονισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διακανονισμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαιτητεύω στα πορτογαλικά - arbitrar, arbitragem, arbitrate, advogado arbitrate, arbitrará
  • διαιτολόγιο στα πορτογαλικά - morrer, dieta, dado, alimentação, dieta de, de dieta, a dieta
  • διακεκριμένος στα πορτογαλικά - proeminente, destaque, proeminentes, de destaque, importante
  • διακηρύσσω στα πορτογαλικά - reconhecer, confessar, professar, labareda, chama, incêndio, chamas, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακανονισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arranjo, disposição, ajuste, liquidação, de liquidação, assentamento, estabelecimento, colonização