Διακριτικότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διακριτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
discrição, critério, poder discricionário, poder de apreciação, discricionariedade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακριτικότητα
διακριτικότητα συνώνυμο, διακριτικότητα στα αγγλικα, διακριτικότητα αγγλικα, διακριτικότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διακριτικότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διακριτικό στα πορτογαλικά - distintivo, distinto, característico, distintiva, distinta
- διακριτικός στα πορτογαλικά - desacreditar, discreto, desprestigiar, distintivo, distinto, característico, distintiva, ...
- διακυβεύω στα πορτογαλικά - comprometer, feno, acometer, risco, perigo, alvorecer, ensejo, ...
- διακυμαίνομαι στα πορτογαλικά - fogões, fogão, forno, alcance, flutuar, flutuam, variar, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: discrição, critério, poder discricionário, poder de apreciação, discricionariedade
Μεταφράσεις: discrição, critério, poder discricionário, poder de apreciação, discricionariedade