Δικάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
julgar, achar, juiz, medir, jubilar, judiciar, juiz de, juíza, juízes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικάζω
δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δικάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διηθώ στα πορτογαλικά - filtros, película, filtro, filmar, filtrar, estirpe, melodia, ...
- διθυραμβικός στα πορτογαλικά - dithyrambic, ditirâmbico, ditirâmbica
- δικαίωμα στα πορτογαλικά - certo, afinado, correcto, direita, são, direito, equipamento, ...
- δικαιοδοσία στα πορτογαλικά - jurisdição, competência, competente, competência judiciária, competências
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: julgar, achar, juiz, medir, jubilar, judiciar, juiz de, juíza, juízes
Μεταφράσεις: julgar, achar, juiz, medir, jubilar, judiciar, juiz de, juíza, juízes