Δικαιοδοσία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jurisdição, competência, competente, competência judiciária, competências
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία
δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δικαιοδοσία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δικάζω στα πορτογαλικά - julgar, achar, juiz, medir, jubilar, judiciar, juiz de, ...
- δικαίωμα στα πορτογαλικά - certo, afinado, correcto, direita, são, direito, equipamento, ...
- δικαιολογία στα πορτογαλικά - desculpa, dispensar, desculpar, justificar, excursão, escusar, pretexto, ...
- δικαιολογώ στα πορτογαλικά - justiça, justificar, desculpa, pretexto, desculpas, desculpa de, escusa
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: jurisdição, competência, competente, competência judiciária, competências
Μεταφράσεις: jurisdição, competência, competente, competência judiciária, competências