Διχασμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διχασμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divisão, divisão de, repartição, a divisão, de divisão
Διχασμός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διχασμός

διχασμός 1965, διχασμός 1915, διχασμός και εξιλέωση περί πολιτικής ηθικής των ελλήνων, διχασμός μετάφραση, διχασμόσ και εξιλέωση, διχασμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διχασμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διφορούμενος στα πορτογαλικά - ambíguo, ambígua, ambíguas, ambíguos, ambiguidade
  • διχάζω στα πορτογαλικά - partir, apartar, divida, fender, repartir, rachar, desmembrar, ...
  • διχοτομία στα πορτογαλικά - dividir, lasca, romper, fender, rachar, fartura, abrir, ...
  • διχοτομώ στα πορτογαλικά - bifurcar, bisect, bissetriz, bissectar, linha de divisão
Τυχαίες λέξεις
Διχασμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: divisão, divisão de, repartição, a divisão, de divisão