Δρασκελιά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δρασκελιά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ritmo, caminhar, passo, tranco, stride, passos largos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρασκελιά
δρασκελιά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δρασκελιά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δραπετεύω στα πορτογαλικά - defeito, escapar, fuga, erro, de escape, de fuga, saída
- δρασκελίζω στα πορτογαλικά - passo, atitude indecisa, pernalta, de forquilha, escarranche, de straddle
- δραστήριος στα πορτογαλικά - diligente, inimigo, energético, activo, enérgico, ativo, activa, ...
- δραστηριοποιούμαι στα πορτογαλικά - apressarás, bestir, apresseis
Τυχαίες λέξεις
Δρασκελιά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ritmo, caminhar, passo, tranco, stride, passos largos
Μεταφράσεις: ritmo, caminhar, passo, tranco, stride, passos largos