Δύση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δύση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
galês, oeste, ocidente, ocidental, a oeste, Ocidente, Ocidental, west
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύση
δύση ηλίου ώρα, δύση ηλιου 2014, δύση ηλίου αύριο, δύση ηλίου ώρα 2014, δύση ηλίου 14 απριλίου 2014, δύση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δύση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δότης στα πορτογαλικά - doador, dador, doadores, dos doadores, de doadores
- δύναμη στα πορτογαλικά - desautorizar, proibir, poder, sacar, vigor, ditar, impor, ...
- δύσκαμπτος στα πορτογαλικά - rígido, rijo, duro, dura, rígida
- δύσκολος στα πορτογαλικά - sólido, diferentemente, ladino, forte, duramente, astuto, ardiloso, ...
Τυχαίες λέξεις
Δύση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: galês, oeste, ocidente, ocidental, a oeste, Ocidente, Ocidental, west
Μεταφράσεις: galês, oeste, ocidente, ocidental, a oeste, Ocidente, Ocidental, west