Εγκάρδιος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εγκάρδιος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cardíaco, cordial, afável, gentil, bondoso, amável, licor, caloroso, saudável, farto, hearty
Εγκάρδιος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκάρδιος

εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγκάρδιος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εγείρομαι στα πορτογαλικά - aflorar, levantar, nascer, subir, aumentar, elevar, aumento, ...
  • εγκάθετος στα πορτογαλικά - idioma, língua, linguagem, sentar-se, sentar, Sente
  • εγκέφαλος στα πορτογαλικά - espírito, mente, cérebro, cerebral, do cérebro, cerebrais, cérebros
  • εγκαθίσταμαι στα πορτογαλικά - estabelecer, sentar, ajustar, montagem, pousar, domiciliar, resolver, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκάρδιος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cardíaco, cordial, afável, gentil, bondoso, amável, licor, caloroso, saudável, farto, hearty