Εγκυμοσύνη στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εγκυμοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gravidez, a gravidez, gestação, da gravidez, a gestação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκυμοσύνη
εγκυμοσύνη 13η εβδομάδα, εγκυμοσύνη πρώτος μήνας, εγκυμοσύνη χωρίς συμπτώματα, εγκυμοσύνη ανα εβδομάδα, εγκυμοσύνη συμπτώματα, εγκυμοσύνη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγκυμοσύνη στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εγκρίνω στα πορτογαλικά - aprovar, sancionar, aprova, aprove, aprovará, aprovam
- εγκρατής στα πορτογαλικά - comedido, sóbrio, abstémio, parco, abstinente, abstinentes, abstinência, ...
- εγκόσμιος στα πορτογαλικά - mundano, mundana, mundanas, mundanos, mundane
- εγχάραξη στα πορτογαλικά - gravura, gravação, gravura em metal, gravura em, engraving
Τυχαίες λέξεις
Εγκυμοσύνη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gravidez, a gravidez, gestação, da gravidez, a gestação
Μεταφράσεις: gravidez, a gravidez, gestação, da gravidez, a gestação