Εκκαθαρίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκκαθαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
limpar, matar, liquidar, líquido, saldar, refinar, aperfeiçoar, redefinir, refinar a, aprimorar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκαθαρίζω
εκκαθαρίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκκαθαρίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκκένωση στα πορτογαλικά - quitação, descarga, de descarga, alta, de quitação
- εκκαθάριση στα πορτογαλικά - liquidação, de liquidação, a liquidação
- εκκαθαριστής στα πορτογαλικά - destinatário, liquidante, liquidatário, síndico, o liquidatário
- εκκεντρικός στα πορτογαλικά - bizarro, esquisito, excêntrico, barroco, adoentado, irritadiço, cranky, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκκαθαρίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: limpar, matar, liquidar, líquido, saldar, refinar, aperfeiçoar, redefinir, refinar a, aprimorar
Μεταφράσεις: limpar, matar, liquidar, líquido, saldar, refinar, aperfeiçoar, redefinir, refinar a, aprimorar