Εκλιπαρώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκλιπαρώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
almejar, implorar, anseiam, almeja, desejar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλιπαρώ
εκλιπαρώ λεξικό, εκλιπαρώ στα αγγλικα, εκλιπαρώ συνωνυμο, εκλιπαρώ συνώνυμα, εκλιπαρώ βικιλεξικο, εκλιπαρώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκλιπαρώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκλεκτός στα πορτογαλικά - escolha, alternativa, escolhido, escolhida, escolhidos, escolheu, escolhidas
- εκλεπτυσμένος στα πορτογαλικά - esbelto, elegante, fino, sofisticado, sofisticada, sofisticados, sofisticadas
- εκλογές στα πορτογαλικά - eleito, eleição, eleições, as eleições, eleições de, das eleições
- εκλογικός στα πορτογαλικά - eleição, eleições, eleitoral, da eleição, a eleição
Τυχαίες λέξεις
Εκλιπαρώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: almejar, implorar, anseiam, almeja, desejar
Μεταφράσεις: almejar, implorar, anseiam, almeja, desejar