Εκσκαφέας στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκσκαφέας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escavadora, escavadeira, Escavadora de, máquina escavadora, excavator
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκσκαφέας
εκσκαφέας-φορτωτής jcb, εκσκαφέας με συρόμενο κάδο, εκσκαφέας-φορτωτής, εκσκαφέας pc200, εκσκαφέας βιντεο, εκσκαφέας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκσκαφέας στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκρήγνυμαι στα πορτογαλικά - explanação, estalar, expluda, entrar em erupção, irromper, erupção, erupt, ...
- εκροή στα πορτογαλικά - desembocar, despedimento, ver, descarga, escoamento, fluxo, saída, ...
- εκστατικός στα πορτογαλικά - extático, êxtase, extática, ecstatic, em êxtase
- εκστομίζω στα πορτογαλικά - utópico, puro, falar, total, castiço, batida, piparote, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκσκαφέας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escavadora, escavadeira, Escavadora de, máquina escavadora, excavator
Μεταφράσεις: escavadora, escavadeira, Escavadora de, máquina escavadora, excavator