Ενέργεια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ação, acção, de acção, medidas, acções
Ενέργεια στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενέργεια

ενέργεια ελλάδα, ενέργεια και περιβάλλον, ενέργεια ιονισμού, ενέργεια κύματος, ενέργεια και ισχύς, ενέργεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενέργεια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενάρετος στα πορτογαλικά - virtuoso, virtuosa, virtuosos, virtuosas
  • ενέδρα στα πορτογαλικά - emboscada, ambush, emboscadas, de emboscada, tocaia
  • ενήλικας στα πορτογαλικά - adulto, adultos, adulta, mediana, de adultos
  • ενήλικος στα πορτογαλικά - adulto, adultos, adulta, mediana, de adultos
Τυχαίες λέξεις
Ενέργεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ação, acção, de acção, medidas, acções