Ενήλικας στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ενήλικας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adulto, adultos, adulta, mediana, de adultos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενήλικας
ο ενήλικας, ενήλικας στα αγγλικα, ενήλικας κλίση, δυσλεκτικόσ ενήλικασ, ενήλικας ή ενήλικος, ενήλικας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενήλικας στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ενέδρα στα πορτογαλικά - emboscada, ambush, emboscadas, de emboscada, tocaia
- ενέργεια στα πορτογαλικά - ação, acção, de acção, medidas, acções
- ενήλικος στα πορτογαλικά - adulto, adultos, adulta, mediana, de adultos
- ενίσχυση στα πορτογαλικά - amplificação, de amplificação, amplifica�o, ampliação, a amplificação
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: adulto, adultos, adulta, mediana, de adultos
Μεταφράσεις: adulto, adultos, adulta, mediana, de adultos