Ενθάρρυνση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encorajar, incentivo, incentive, encorajamento, estímulo, o incentivo, promoção
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση
ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενθάρρυνση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ενεργός στα πορτογαλικά - activo, diligente, ativo, activa, ativa, ativos
- ενημέρωση στα πορτογαλικά - atualização, actualização, atualizar, a actualização, de atualização
- ενθαρρύνω στα πορτογαλικά - encontro, encorajar, incentive, estimular, incentivar, incentivar a, incentivar os
- ενθουσιασμένος στα πορτογαλικά - entusiástico, entusiasmo, animado
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: encorajar, incentivo, incentive, encorajamento, estímulo, o incentivo, promoção
Μεταφράσεις: encorajar, incentivo, incentive, encorajamento, estímulo, o incentivo, promoção