Ενσαρκώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ενσαρκώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encarnado, encarnada, encarnou, encarnar, encarnados
Ενσαρκώνω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσαρκώνω

ενσαρκώνω συνώνυμα, ενσαρκώνω αγγλικά, ενσαρκώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενσαρκώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενοχοποιώ στα πορτογαλικά - incriminar, implicar, envolver, implicam, implica, implicada
  • ενσάρκωση στα πορτογαλικά - encarnação, incarnação, incarnation, a encarnação, encarnação de
  • ενσπείρω στα πορτογαλικά - porca, semear, soviete, plantar, instilar, incutir, inculcar, ...
  • ενσταλάζω στα πορτογαλικά - infundir, infuse, infundem, infunda, infundir a
Τυχαίες λέξεις
Ενσαρκώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: encarnado, encarnada, encarnou, encarnar, encarnados