Ενότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ενότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
unir, ligar, unidade, um, união, uma, aliar, a unidade, da unidade, de unidade
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενότητα
ενότητα για την ανατροπή, ενότητα 37 το τουρκικό εθνικό κίνημα, ενότητα ανατροπή και έργο για το μαρούσι, ενότητα για αλληλεγγύη και ανατροπή, ενότητα 10 γλώσσα ε δημοτικού, ενότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εντύπωση στα πορτογαλικά - efeito, imprima, sensação, impressão, gravar, impressão de, impression, ...
- ενυδρείο στα πορτογαλικά - aquário, do aquário, aquarium, aquário de, de aquário
- ενόχληση στα πορτογαλικά - nocividade, agitação, aguar, alvoroço, distúrbio, incómodo, estorvo, ...
- ενώ στα πορτογαλικά - durante, quando, qual, tempo, enquanto, enquanto que
Τυχαίες λέξεις
Ενότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: unir, ligar, unidade, um, união, uma, aliar, a unidade, da unidade, de unidade
Μεταφράσεις: unir, ligar, unidade, um, união, uma, aliar, a unidade, da unidade, de unidade