Ενόχληση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ενόχληση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nocividade, agitação, aguar, alvoroço, distúrbio, incómodo, estorvo, aborrecimento, incômodo, incómodos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενόχληση
ενόχληση στους όρχεις, ενόχληση στο στήθος, ενόχληση στο γόνατο, ενόχληση στον λαιμό, ενόχληση στο μάτι, ενόχληση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενόχληση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ενυδρείο στα πορτογαλικά - aquário, do aquário, aquarium, aquário de, de aquário
- ενότητα στα πορτογαλικά - unir, ligar, unidade, um, união, uma, aliar, ...
- ενώ στα πορτογαλικά - durante, quando, qual, tempo, enquanto, enquanto que
- ενώνω στα πορτογαλικά - unificar, joanesburgo, amarrar, ligar, juntar, enlaçar, reunir, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενόχληση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: nocividade, agitação, aguar, alvoroço, distúrbio, incómodo, estorvo, aborrecimento, incômodo, incómodos
Μεταφράσεις: nocividade, agitação, aguar, alvoroço, distúrbio, incómodo, estorvo, aborrecimento, incômodo, incómodos