Εξιλεώνομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εξιλεώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
satisfazer, expiar, reparar, expiação, atone, redimir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξιλεώνομαι
εξιλεώνομαι σημασία, εξιλεώνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξιλεώνομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εξημέρωση στα πορτογαλικά - domesticação, a domesticação, de domesticação, domestication, da domesticação
- εξημερώνω στα πορτογαλικά - domesticar, doméstico, domesticá, domestique, domesticate
- εξισώνω στα πορτογαλικά - igualdade, equiparar, igualar, equacionar, equivale, igualam
- εξογκώνω στα πορτογαλικά - adoçar, inale, inflamar, inchamento, açucarar, abrasar, inchar, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξιλεώνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: satisfazer, expiar, reparar, expiação, atone, redimir
Μεταφράσεις: satisfazer, expiar, reparar, expiação, atone, redimir