Επισκοπή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επισκοπή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diocese, diocese de, dioceses
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισκοπή
επισκοπή ηράκλειο, επισκοπή ρωγών, επισκοπή νάουσας, επισκοπή ηράκλειο 70008, επισκοπή ημαθίας, επισκοπή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επισκοπή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επισκευή στα πορτογαλικά - reparo, restaurar, consertar, reorganizar, reparar, reparação, conserto, ...
- επισκιάζω στα πορτογαλικά - dever, anão, ofuscar, outshine, brilhar, brilhar mais, suplantar
- επισκόπηση στα πορτογαλικά - profissionalizar, perfil, vistoria, exame, pesquisa, inquérito, levantamento
- επισπεύδω στα πορτογαλικά - adiantar, expiada, agilizar, discurso, precipitar, acelere, acelerar, ...
Τυχαίες λέξεις
Επισκοπή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: diocese, diocese de, dioceses
Μεταφράσεις: diocese, diocese de, dioceses