Επιχειρηματικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επιχειρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empresa, empreendedor, empreendedora, empreendedores, empreendedorismo, empreendedoras
Επιχειρηματικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιχειρηματικός

επιχειρηματικός χάρτης της ελλάδας, επιχειρηματικός σχεδιασμός και πληροφοριακά συστήματα, επιχειρηματικός σχεδιασμός, επιχειρηματικός κίνδυνος, επιχειρηματικός οδηγός, επιχειρηματικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιχειρηματικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επιχείρηση στα πορτογαλικά - negócio, profissão, carga, assunto, funcionar, coisa, empreitada, ...
  • επιχειρηματίας στα πορτογαλικά - empresário, Homem de negócios, de negócios, Homem de negócios que, businessman
  • επιχειρηματολογώ στα πορτογαλικά - discuta, disputar, porfiar, arguir, argumentar, contender, discutir, ...
  • επιχειρώ στα πορτογαλικά - abalançar, ventilador, risco, aventurar, tentativa, tentativa de, tentar, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρηματικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: empresa, empreendedor, empreendedora, empreendedores, empreendedorismo, empreendedoras