Ευλύγιστος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ευλύγιστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
flexível, carne, ágil, limber, flexíveis, o limber
Ευλύγιστος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευλύγιστος

ευλύγιστος συνώνυμα, ευλύγιστος συνωνυμο, ευλύγιστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευλύγιστος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ευλογώ στα πορτογαλικά - benzer, abençoar, abençoe, abençoá, te abençoe, abençoe a
  • ευλυγισία στα πορτογαλικά - maleabilidade, flexibilidade, elasticidade, suppleness, suavidade
  • ευμενής στα πορτογαλικά - favorável, favorecer, favor, propício, propícia, propícias, propícios
  • ευμετάβλητος στα πορτογαλικά - mutável, mutáveis, mutable, inconstante, instável
Τυχαίες λέξεις
Ευλύγιστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: flexível, carne, ágil, limber, flexíveis, o limber