Ευτυχισμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ευτυχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
felicidade, prazer, feliz, felizes, contente, satisfeitos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευτυχισμένος
ευτυχισμένος άνθρωπος, ευτυχισμένος πρίγκιπας, ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του οδυσσέα σεφερης, ευτυχισμένος γάμος, ευτυχισμένος συνώνυμα, ευτυχισμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευτυχισμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ευτυχία στα πορτογαλικά - sorte, ensejo, prazer, fortuna, amiudar, destino, felizmente, ...
- ευτυχισμένα στα πορτογαλικά - feliz, felizes, prazer, contente, satisfeitos
- ευτυχώς στα πορτογαλικά - felizmente, afortunado, feliz, Por sorte
- ευυπόληπτος στα πορτογαλικά - respeitável, reputação, boa reputação, respeitáveis, reputada
Τυχαίες λέξεις
Ευτυχισμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: felicidade, prazer, feliz, felizes, contente, satisfeitos
Μεταφράσεις: felicidade, prazer, feliz, felizes, contente, satisfeitos