Θεμιτός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: θεμιτός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
legítimo, legítima, legítimos, legítimas, legitimate
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμιτός
θεμιτός ορισμός, θεμιτός συνώνυμο, θεμιτός ανταγωνισμός βικιπαιδεια, θεμιτός ανταγωνισμός, θεμιτός λεξικο, θεμιτός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θεμιτός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- θεματοφύλακας στα πορτογαλικά - depositário, depositária, depositários, de depositário
- θεμελιώδης στα πορτογαλικά - básico, fundamental, fundamentais, essencial, base
- θεολογία στα πορτογαλικά - teologia, a teologia, teologia da, da teologia
- θεολόγος στα πορτογαλικά - teólogo, teóloga, o teólogo, teólogos, theologian
Τυχαίες λέξεις
Θεμιτός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: legítimo, legítima, legítimos, legítimas, legitimate
Μεταφράσεις: legítimo, legítima, legítimos, legítimas, legitimate