Θερίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: θερίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
áspero, colheitas, ceifar, colher, reanimar, roçar, segar, cortar, aparar, mow
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θερίζω
θερίζω english, θερίζω σημασία, θερίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θερίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- θεολογία στα πορτογαλικά - teologia, a teologia, teologia da, da teologia
- θεολόγος στα πορτογαλικά - teólogo, teóloga, o teólogo, teólogos, theologian
- θεραπεία στα πορτογαλικά - tratar, teoria, terapia, tratamento, deleite, parlamentar, de tratamento, ...
- θεραπεύω στα πορτογαλικά - cúpula, remédio, sarar, tesouro, parlamentar, deleite, guloseima, ...
Τυχαίες λέξεις
Θερίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: áspero, colheitas, ceifar, colher, reanimar, roçar, segar, cortar, aparar, mow
Μεταφράσεις: áspero, colheitas, ceifar, colher, reanimar, roçar, segar, cortar, aparar, mow