Ικανοποίηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ικανοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
satisfação, prazer, satélite, satisfação do, a satisfação, de satisfação, satisfação dos
Ικανοποίηση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικανοποίηση

ικανοποίηση συνώνυμα, ικανοποίηση ασθενών, ικανοποίηση φοιτητών, ικανοποίηση εργαζομένων, ικανοποίηση από την εργασία, ικανοποίηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ικανοποίηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ιθύνω στα πορτογαλικά - princípio, preceito, estragar, governar, régua, ruína, reger, ...
  • ικανά στα πορτογαλικά - habilmente, capaz, capazes, capacidade, susceptível, susceptíveis
  • ικανοποιημένο στα πορτογαλικά - satisfeito, poder, satisfazer, contente, contentar, satisfeitos, satisfeita, ...
  • ικανοποιημένος στα πορτογαλικά - contentar, poder, contente, satisfazer, satisfeito, conteúdo, teor, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικανοποίηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: satisfação, prazer, satélite, satisfação do, a satisfação, de satisfação, satisfação dos