Καθημερινός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καθημερινός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quotidiano, checoslováquia, diariamente, diário, diária, por dia, diárias
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθημερινός
καθημερινός συνώνυμο, καθημερινόσ συνώνυμα, καθημερινός καθαρισμός προσώπου, καθημερινός πολιτισμός, καθημερινός πονοκέφαλος, καθημερινός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθημερινός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καθηγήτρια στα πορτογαλικά - ensinar, mestre, professor, ensine, mestra, professor de, professora, ...
- καθηγητής στα πορτογαλικά - ensinar, mestre, mestra, ensine, professor, professor de, professora, ...
- καθησυχάζω στα πορτογαλικά - tranqüilizar, tranquilizar, tranquilize, tranqüilizá, tranqüilize
- καθησύχαση στα πορτογαλικά - reafirmação, resseguro, garantia, tranquilidade, garantias
Τυχαίες λέξεις
Καθημερινός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: quotidiano, checoslováquia, diariamente, diário, diária, por dia, diárias
Μεταφράσεις: quotidiano, checoslováquia, diariamente, diário, diária, por dia, diárias