Κατάστρωμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κατάστρωμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
plataforma, coberta, convés, decisão, baralho, pavimento, deck de
Κατάστρωμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάστρωμα

κάτω κατάστρωμα, κατάστρωμα οδού, ονειροκρίτης κατάστρωμα, κατάστρωμα πλοίου, κατάστρωμα γέφυρασ, κατάστρωμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατάστρωμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατάσταση στα πορτογαλικά - acondicionar, carácter, condição, circunstância, lugar, estabelecer, situação, ...
  • κατάστημα στα πορτογαλικά - loja, loja de, da loja, oficina, loja do
  • κατάσχω στα πορτογαλικά - prender, segregar, confiscar, penhorar, apreenda, tomar, seqüestrar, ...
  • κατάφορτος στα πορτογαλικά - cheio, carregado, repleta, repleto, preocupante
Τυχαίες λέξεις
Κατάστρωμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: plataforma, coberta, convés, decisão, baralho, pavimento, deck de