Κατήφεια στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
melancolia, melancólico, reunião, escuridão, obscuridade, tristeza, trevas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήφεια
κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατήφεια στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατέχω στα πορτογαλικά - mocho, possua, fruir, pessoal, próprio, positivamente, possuir, ...
- κατήγορος στα πορτογαλικά - promotor, promotor de justiça, procurador, Ministério Público, promotora
- κατήφορος στα πορτογαλικά - declive, descida, downhill, em declive, descidas
- καταβάλλω στα πορτογαλικά - debilitar, debater, dominar, overpower, dominá, subjugar
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: melancolia, melancólico, reunião, escuridão, obscuridade, tristeza, trevas
Μεταφράσεις: melancolia, melancólico, reunião, escuridão, obscuridade, tristeza, trevas