Καταδύομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καταδύομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pilhagem, abismar-se, divã, mergulho, mergulhar, roubar, de mergulho, dive, do mergulho
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταδύομαι
καταδύομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καταδύομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καταδυνάστευση στα πορτογαλικά - opressão, a opressão, da opressão, de opressão
- καταδότης στα πορτογαλικά - ervas, grama, aferrar, tomar, aperto, erva, agarrar, ...
- καταθλιπτικός στα πορτογαλικά - arrogante, dominador, autoritário, overbearing, insuportáveis permitindo
- καταιγίδα στα πορτογαλικά - tempestade, tormenta, storm, tempestade de, da tempestade
Τυχαίες λέξεις
Καταδύομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pilhagem, abismar-se, divã, mergulho, mergulhar, roubar, de mergulho, dive, do mergulho
Μεταφράσεις: pilhagem, abismar-se, divã, mergulho, mergulhar, roubar, de mergulho, dive, do mergulho