Κείμαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κείμαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mentira, tampa, jazer, mentir, keimai
Κείμαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κείμαι

κείμαι ετυμολογια, κείμαι κλίση, κείμαι αρχικοί χρόνοι, κείμαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κείμαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • καύσιμο στα πορτογαλικά - combustíveis, combustível, inflamável, combustible, inflamáveis
  • καύσιμος στα πορτογαλικά - combustível, combustíveis, inflamável, combustible, inflamáveis
  • κείμενο στα πορτογαλικά - galeria, corredor, passagem, texto, de texto, o texto, do texto, ...
  • κειμήλιο στα πορτογαλικά - jóia, da jóia, jewel, jóia da, joia
Τυχαίες λέξεις
Κείμαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mentira, tampa, jazer, mentir, keimai