Κερδοσκοπία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κερδοσκοπία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
especulação, especulações, a especulação, especulação de, especulações de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπία
κερδοσκοπία προθεσμίας, κερδοσκοπία του έλληνα πρωθυπουργού σε βάρος της χώρας του, κερδοσκοπία συνώνυμο, κερδοσκοπία στην αγορά συναλλάγματος, κερδοσκοπία αντί ενημέρωσης, κερδοσκοπία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κερδοσκοπία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κερδίζω στα πορτογαλικά - vitória, auferir, merecer, salgueiro, lucrar, cedo, ganhar, ...
- κερδομανής στα πορτογαλικά - ávido, sequioso, sedento, avaro, cobiçoso, avarento, kerdomanis
- κερδοσκοπικός στα πορτογαλικά - curioso, especulativo, especulativa, especulativos, especulativas, especulação
- κερδοσκοπώ στα πορτογαλικά - espectador, especular, aproveitador, especulador, profiteer, especulador de, explorador
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: especulação, especulações, a especulação, especulação de, especulações de
Μεταφράσεις: especulação, especulações, a especulação, especulação de, especulações de