Κολλητός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κολλητός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
companheiro, camarada, cerrar, junto, fechar, fim, janota, gajo, cara, gajo do, do gajo
Κολλητός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλητός

κολλητός βικιλεξικο, κολλητός συνώνυμα, κολλητός φίλος, κολλητός των αδελφών κασιδιάρη ο υιός μπαλτάκου, κολλητός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κολλητός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κολλαρίζω στα πορτογαλικά - amido, kollarizo
  • κολλητικός στα πορτογαλικά - pegajoso, etiqueta, infeccioso, contagiante, infecciosa, infecciosas, infecciosos
  • κολλιτσίδα στα πορτογαλικά - bardana, burdock, de bardana, do burdock, de burdock
  • κολλώ στα πορτογαλικά - sujo, colar, cola, solda, abrasar, colagem, fulgor, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολλητός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: companheiro, camarada, cerrar, junto, fechar, fim, janota, gajo, cara, gajo do, do gajo