Κράμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κράμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
liga, ligar, liga de, ligas, de liga, ligado
Κράμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κράμα

κράμα χαλκού νικελίου και ψευδαργύρου, κράμα ψευδάργυρου, κράμα αλουμινίου, κράμα χαλκού, κράμα λευκωσία, κράμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κράμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κούφιος στα πορτογαλικά - holandês, cavidade, oco, oca, ocas, vazio
  • κράζω στα πορτογαλικά - charlatão, impostor, curandeiro, guincho, guinchar, Screech, de Screech, ...
  • κράμβη στα πορτογαλικά - estupro, violação, colza, o estupro, de estupro
  • κράμπα στα πορτογαλικά - cãibra, cãibras, grampo, câimbra, cramp
Τυχαίες λέξεις
Κράμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: liga, ligar, liga de, ligas, de liga, ligado