Κρεμώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κρεμώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pendurar, suspeitar, suspeito, suspender, enforcar, declive, jeito, cair
Κρεμώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρεμώ

ρημα κρεμώ, κρεμώ συνώνυμα, κρεμώ συνώνυμο, κρεμώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κρεμώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κρεμιέμαι στα πορτογαλικά - creme, nata, creme de, de creme, o creme
  • κρεμμύδι στα πορτογαλικά - cebola, planto, pesado, de cebola, onion, a cebola, da cebola
  • κρεοπώλης στα πορτογαλικά - massacrar, açougueiro, carniceiro, Butcher, açougue, talho
  • κρεπ στα πορτογαλικά - crepe, renda, de crepe, crepe de, crepom
Τυχαίες λέξεις
Κρεμώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pendurar, suspeitar, suspeito, suspender, enforcar, declive, jeito, cair