Κυριολεκτικά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κυριολεκτικά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
literalmente, literal
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικά
κυριολεκτικά english, κυριολεκτικά μετάφραση, κυριολεκτικά τρομακτικεσ οι νέες φωτογραφιεσ της νανάς καραγιάννη, κυριολεκτικά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κυριολεκτικά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κυριαρχία στα πορτογαλικά - províncias, esfera, província, território, soberania, a soberania, da soberania
- κυριαρχώ στα πορτογαλικά - dominar, domiciliar, avassalar, subjugar, Overmaster
- κυριολεκτικός στα πορτογαλικά - literal, litro, exacto, literalmente, literais, literal de, literal em
- κυριότερος στα πορτογαλικά - capital, principal, básico, principais, diretor, princípio
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: literalmente, literal
Μεταφράσεις: literalmente, literal