Κωπηλατώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κωπηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vez, alar, turno, fileira, linha, rotina, cauda, fila, disputa, remar, canoa, canoe, de canoa, canoas, canoagem
Κωπηλατώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κωπηλατώ

κωπηλατώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κωπηλατώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κωνοφόρος στα πορτογαλικά - conífero, coniferous, coníferas, conífera, de coníferas
  • κωπηλασία στα πορτογαλικά - remo, enfileirar, enfileiramento, de remo, a remos
  • κόβω στα πορτογαλικά - diminuir, costumes, cortar, pele, golpear, rachar, corte, ...
  • κόκαλο στα πορτογαλικά - osso, óssea, ósseo, ossos, do osso
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλατώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vez, alar, turno, fileira, linha, rotina, cauda, fila, disputa, remar, canoa, canoe, de canoa, canoas, canoagem