Κόλλα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κόλλα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abrasar, massa, fulgor, colagem, colar, pasta, adesivo, cola, pretérito, de cola, cola de, colas
Κόλλα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόλλα

κόλλα για ύφασμα, κόλλα mod podge, κόλλα pva, κόλλα πλακιδίων τιμές, κόλλα για παζλ, κόλλα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κόλλα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κόλακας στα πορτογαλικά - rastejamento, rastejar, adulador, bajulador, lisonjeador, flatterer, lisonjeiro
  • κόλαση στα πορτογαλικά - inferno, hélice, o inferno, diabos, diabo, do inferno
  • κόλλημα στα πορτογαλικά - colagem, de colagem, colar, cola, colagem de
  • κόλπο στα πορτογαλικά - truque, ilusão, tributo, acrobacia, façanha, conluio, dublê, ...
Τυχαίες λέξεις
Κόλλα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abrasar, massa, fulgor, colagem, colar, pasta, adesivo, cola, pretérito, de cola, cola de, colas