Λανθασμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λανθασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
errado, errada, de errado, mal, errados
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λανθασμένος
λανθασμένος κωδικός, λανθασμένος λαθεμένος, λανθασμένος ή λαθεμένος, λάθος λανθασμένος, λανθασμένος συνώνυμο, λανθασμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λανθασμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λαμπυρίζω στα πορτογαλικά - centelha, cintilar, brilhar, lampejo, cintilação
- λανθασμένα στα πορτογαλικά - incorretamente, incorrectamente, incorrecta, forma incorrecta, de forma incorrecta
- λανολίνη στα πορτογαλικά - lanoline, lanolina, a lanolina
- λαξευτής στα πορτογαλικά - chiseler, escultor
Τυχαίες λέξεις
Λανθασμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: errado, errada, de errado, mal, errados
Μεταφράσεις: errado, errada, de errado, mal, errados