Λιμοκτονώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λιμοκτονώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
morrer de fome, passar fome, fome, privar, starve
Λιμοκτονώ στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιμοκτονώ

λιμοκτονώ συνωνυμο, λιμοκτονώ αντωνυμο, λιμοκτονώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λιμοκτονώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λιμνάζων στα πορτογαλικά - estagnação, a estagnação, de estagnação, estancamento, estagnação do
  • λιμνούλα στα πορτογαλικά - tanques, lagoa, política, lago, sindicato, pond, tanque, ...
  • λιμουζίνα στα πορτογαλικά - limusine, limousine, limusina, de limusina, de limusine
  • λιμός στα πορτογαλικά - fome, a fome, da fome, famine, escassez
Τυχαίες λέξεις
Λιμοκτονώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: morrer de fome, passar fome, fome, privar, starve