Λιρέτα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λιρέτα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lira, liras, liras da, de liras
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιρέτα
ιταλική λιρέτα, λιρέτα εξαρχείων, λιρέτα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λιρέτα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λιπαρός στα πορτογαλικά - graxa, gordo, gorduroso, gordura, gordos, graxos, graxo
- λιποθυμώ στα πορτογαλικά - fraco, desfalecer, débil, desmaiar, falha, desmaio, desfalecimento, ...
- λιτός στα πορτογαλικά - lapidar, abstémio, sóbrio, terrorista, parco, comedido, parcimonioso, ...
- λιτότητα στα πορτογαλικά - parcimônia, frugalidade, thrift, economia, poupança
Τυχαίες λέξεις
Λιρέτα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lira, liras, liras da, de liras
Μεταφράσεις: lira, liras, liras da, de liras