Μαινόμενος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gentio, bravio, furioso, selvagem, fulo, raivoso, irado, indignado, indignou, wroth, se enfureceu
Μαινόμενος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαινόμενος

βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μαινόμενος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μαθητής στα πορτογαλικά - aluno, estudante, discípulo, adepto, partidário, aprendiz, aprendente, ...
  • μαθητεία στα πορτογαλικά - aprendizagem, aprendizado, de aprendizagem, estágio, a aprendizagem
  • μακάβριος στα πορτογαλικά - lúgubre, sinistro, escabroso, lurid, lúrido
  • μακάρι στα πορτογαλικά - sábio, pretender, pretensão, desejo, querer, desejar, anseio, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gentio, bravio, furioso, selvagem, fulo, raivoso, irado, indignado, indignou, wroth, se enfureceu