Μαλλιά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μαλλιά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saraiva, cabelo, granizo, pêlo, de cabelo, cabelos, do cabelo, o cabelo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαλλιά
μαλλιά που φριζάρουν, μαλλιά ονειροκρίτης, μαλλιά 2014, μαλλιά σγουρά, μαλλιά άνοιξη 2014, μαλλιά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μαλλιά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μαλθακός στα πορτογαλικά - delicado, deliberadamente, frágil, quebradiço, mimoso, meigo, brando, ...
- μαλλί στα πορτογαλικά - lãs, madeiras, lã, floresta, mata, bosque, de lã, ...
- μαλλιαρός στα πορτογαλικά - peludo, piloso, lanoso, woolly, lã, de lã
- μαλώνω στα πορτογαλικά - ridicularizar, espancar, lambaste, desancar
Τυχαίες λέξεις
Μαλλιά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: saraiva, cabelo, granizo, pêlo, de cabelo, cabelos, do cabelo, o cabelo
Μεταφράσεις: saraiva, cabelo, granizo, pêlo, de cabelo, cabelos, do cabelo, o cabelo